καλωσηρθατε

Καλωσήρθατε στο ιστολόγιο του Συλλόγου μας

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Παρουσιάστηκαν τα βιβλία του Νικόλαου Κατσαρού για τους Σαρακατσάνους καθώς και το βιβλίο του Αντιπροέδρου της Βουλής κ. Γ.Σούρλα

Γεννήθηκα σε σαρακατσιάνικο καλύβι.....


Απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο του Νίκου Κατσαρού «Οι αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου».


Γεννήθηκα σε σαρακατσιάνικο «καλύβι». Οι γονείς μου και οι πρόγονοί τους είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Ο παππούς μου, ο Μητρούλας Κατσαρός, ήταν ονομαστός Αγραφιώτης τσέλιγκας. Οι γονείς της μάνας μου ήταν Σαρακατσιάνοι Ασπροποταμίτες. Έφυγαν από την Κρανιά Ασπροποτάμου το 1923 για να ακολουθήσουν τον πλάνητα βίο των γονέων τους ανά τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.

Κοιμήθηκα ως μωρό στη «σαρμανίτσα», που δεν ήταν άλλο από ένα «σαμάρι» ανάποδα. Μεγάλωσα σε σαρακατσιάνικη «στάνη». Έζησα τη ζωή του τσελιγκάτου και της στάνης. Έζησα τη ζωή του μετακινούμενου Σαρακατσιάνου από τα «χειμαδιά» στα «ξεκαλοκαιριά» και το αντίστροφο με το σχηματισμό ενός μεγάλου «καραβανιού» από φορτωμένα άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άλλους καβάλα και άλλους περπατώντας. Είδα να φορτώνεται όλη η οικοσκευή, τα «σαίια» στα ζώα, μέσα σε μεγάλα «χαράρια» (ριγωτά τσουβάλια) που δένονταν στις δύο πλευρές του σαμαριού. Ήταν οι «μεριές». Ενώ όσα περίσσευαν από τα «σακιά» έμπαιναν «πανωγόμι» και «πανωσάμαρα».

Παρακολούθησα την προετοιμασία, το «σαμάρωμα» των ζώων που θα έκαναν τη μεταφορά, με το γερό σφίξιμο της «ίγκλας» ή της «ζώστρας» γύρω από τη μέση του ζώου, την «πστιά» ή το «πιστάρι» να πιάνεται στους μηρούς των πίσω ποδιών, το «κωλάνι» ή το «κουσκούνι» να πιάνεται στην ουρά, για να μη μετακινείται προς τα μπροστά το σαμάρι στην κατηφόρα, τις «μασκαλήθρες» ή «μασκαλίτσες», που στερέωναν το σαμάρι δένοντάς το σφιχτά στο σαμάρι του ζώου περνώντας κάτω από τα μπροστινά του πόδια, τις «μασχάλες» δηλαδή, και να μη γλιστράει το σαμάρι προς τα πίσω στις ανηφόρες, τις «σκάλες» για να πατούν και να ανεβαίνουν ευκολότερα οι καβαλαραίοι. Μπήκα καβάλα και ο ίδιος και «πανωσάμαρα», όταν ήμουν μωρό αλλά και «πισωκάπουλα» όταν έγινα μεγαλύτερος. Καβαλίκεψα άλογο «ξεσαμάρωτο» κρατώντας το από τη «χαίτη» και θηλυκώνοντας τα πόδια μου στις μπροστινές του «μασχάλες» για να μη με γκρεμίσει. Είδα τα φορτωμένα άλογα ή και τα ξεσαμάρωτα ακόμη «συγκαιριασμένα» να ακολουθούν το ένα το άλλο. Έζησα το «ξάφνιασμά» τους, το «γκρέμισμα» του φορτίου, τις φωνές και τις βρισιές για την ατυχία και το ξαναφόρτωμα. Περπάτησα «σιαμπροστά» με τα μικρά παιδιά, τις γιαγιές και τους παππούδες, όταν δεν μας έφταναν τα ζώα για να μετακινηθούμε κα ή για να τα «ξαποστάσουμε» στις μεγάλες διαδρομές, όταν δηλαδή «κονάκια» ήταν μακριά το ένα από το άλλο. Βοήθησα και εγώ στη μετακίνηση των αδύνατων ζώων που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το κοπάδι. Είδα αυτά τα «γηροκόμια» να μένουν πολλές φορές στο δρόμο. Ξαπόστασα όταν μας έφθανε το «καραβάνι» και με φιλοξενούσε κάποιο ζώο «πανωσάμαρα» δίπλα στα «πανωγόμια» ή πάνω στα καπούλια.

Κοιμήθηκα το βράδυ στην υφαμένη στον αργαλειό «τέντα». Την τοποθετούσαμε πάνω στο «τεντόξυλο». Εκείνο στηριζόταν σε δύο φούρκες και τα «πλαϊνά» της σε πολλές «φουρκούλες» που «μπήχνονταν» στο έδαφος και πιάνονταν στις θηλιές της τέντας. Έκοβαν τον αέρα οι πλευρές της «τέντας» και το πίσω «άνοιγμά» της το ειδικό πίσω κομμάτι της τέντας και τα «χαράρια» με τα «σαίια» που έμπαιναν το ένα πάνω στ’ άλλο. Η σαρακατσιάνικη τέντα ήταν άσπρη με πρόβειο και γίδινο μαλλί. Δεν έβαζε μέσα σταγόνα νερό και για να μη «βάζει» και από τα πλάγια ή από πίσω ή από μπροστά σκάβαμε γύρω της ένα μικρό χαντακάκι που μάζευε και τα νερά της «τέντας», αλλά και τα άλλα νερά της βροχής. Το δάπεδό της στρωνόταν παχιά με «τσιόλια» και «βελέντζες» και πολλές φορές με κλαδιά και χόρτα, για να ‘ναι ξερό και ζεστό.

Είδα τους γονείς μου να φκιάνουν το καλύβι τους και τους βοήθησα. Είδα τον πατέρα μου να χαράσσει έναν κύκλο κρατώντας ένα σκοινί δεμένο σε ένα ξύλο στο κέντρο ενός κύκλου. Να «μπήχνει» στην περίμετρο του κύκλου τα μπηχτάρια, να φκιάνει το «στεφάνι» της κατσιούλας και να δένει εκεί άλλα μακριά «λούρα». Να τα «αδερφώνει» μετά με τα «μπηχτάρια» δένοντάς τα με ιτιές, τσιμπούκια, «ριζιμιές» οξιές. Να τα «χαρτώνει» μετά σχηματίζοντας το σκελετό και να τον σκεπάζει με το «σάλωμα», «δομό» - «δομό», φροντίζοντας πάντοτε στην κατσιούλα του καλυβιού να βάλει τον ξύλινο σταυρό. Παρακολούθησα την «κατασκευή» της «λισιάς» για το κλείσιμο της «ρούγας» του καλυβιού. Είδα με πόση προσοχή γίνονταν τα «πεζούλια».

Έζησα μέσα στην καλύβα. Ζεστάθηκα στη «βάτρα» καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος πάνω στο «τσιόλι», κοντά στον «πυρομάχο» και στα δύο «γωνολίθια». Τα είδα και μερικές φορές να σκάζουν από την πολλή φωτιά. Είδα την «πυροστιά» πάνω στη «θράκα» και πάνω της την «κουτρουλή» για το βράσιμο του φαγητού. Παρακολούθησα το ψήσιμο της «πίτας» το σκέπασμα του «σνιού», που την είχε μέσα, με τη «γάστρα». Στηριζόταν εκείνη στον «κοθράκο» που κυκλικά περιόριζε τη «βάτρα». Είδα τη μάνα μου να πιάνει τη γάστρα με το «ξυθάλι», να ξεσκεπάζει το «σνί» για να δει αν ψήθηκε η πίτα και να το ξανασκεπάζει. Άκουσα το «χούχλο» της «κουτρουλής» και είδα το ανακάτωμα του περιεχόμενού της με το «χλιάρι» ή την ξύλινη «χλιάρα» ή «κουτάλα». Είδα τη μάνα μου να «παλαμίζει» το δάπεδο, τα «πεζούλια» και τα πλευρά της καλύβας με λάσπη για λόγους καθαριότητας, αλλά και για να εμποδίζεται να μπαίνει μέσα ο κρύος αέρας, τα «ζούδια» και τα «ζούμπερα». «Πύρωσα» «πυρωμάδες» στη «βάτρα» και όταν κοκκίνισαν έβαλα πάνω τους «λίπα» ή τις έφαγα με «τουλουμίσιο» ή «τομαρίσιο» τυρί, «κλωτσοτύρι» ή «μτζήΘρα». Ήπια νερό απ’ τη «βαρέλα» με το «τσκάλι» και γέμισα απ’ αυτή τη «φτσέλλα» για να την πάρει ο τσοπάνος γεμάτη στα «πρότα».

Είδα τη μάνα μου να ετοιμάζει τον «τρουβά» του πατέρα μου, που θα πήγανε να φυλάξει το «στερφοκόπαδο» ή τα «γαλάρια». Έβαζε μέσα το «τυρολόι» ή το «κλειδοπίνακο» γεμάτο «τουλουμίσιο» τυρί, ψωμί και μερικά κομμάτια «σκυλόψωμα». Δεν παρέλειπε όμως να γεμίσει και το «γαλοδέρματο» με γάλα και γιαούρτι. Άκουσα τα μεσάνυχτα να γίνεται ο «σκάρος» του κοπαδιού, να «ουρλιάζει» ο λύκος, να «αλυχτούν» τα σκυλιά, να «χουχουτάει» και να «σιουράει» ο τσοπάνος. Ξενύχτησα και ο ίδιος το κοπάδι και έμεινα άυπνος γιατί όλη τη νύχτα «προγκούσε» το κοπάδι και φοβόμουν μην αρπάξει κανένα πρόβατο ο λύκος. Είδα το κοπάδι τις καλοκαιρινές μέρες, το απογευματάκι συνήθως, να «αλατίζεται» στις «αλαταριές». Άκουσα από τον τσοπάνο το συνθηματικό σφύριγμα-κάλεσμα των προβάτων στην αλαταριά. Είδα το κοπάδι να τρέχει σαν παλαβό όταν ένιωθε ότι πλησίαζε στην αλαταριά και μετά το «αλάτισμα» να τρέχει στο ποτάμι ή στις «μπάρες» ή τις «λούτσες» για να σβήσει τη δίψα του.

Άρμεξα «καλαμοβύζες» και «τσιμπεροβύζες» προβατίνες και με ξεχέριασαν όσες τραβούσαν πολύ και όσες κλωτσούσαν. Είδα τις «ντουμασιάρες» να μη θέλουν να περάσουν για άρμεγμα, ή να πηδούν τους φράχτες του μαντριού ή να πηδούν πάνω από τους αρμεχτάδες. Μάλωσα με το παιδί που δεν «κεντούσε» καλά και αργούσαν να περάσουν για να αρμεχτούν τα πρόβατα. Μετέφερα το «καρδάρι» γεμάτο γάλα πάνω στο κεφάλι μέχρι το τυροκομείο ή το μετάγγισα με τον «κούτλα» από το «καρδάρι» στο δοχείο μεταφοράς του.

Κούρεψα αρνιά και πρόβατα και είδα τη μάνα μου να μα ζεύει σε «ποκάρι» τα μαλλιά του κάθε πρόβατου ή να μαζεύει το «αρνοπόκι» όλο μαζί, να ξεχωρίζει το «φλώρο» μαλλί από το «λάιο», να κρατεί στην άκρη και να ξεχωρίζει όσο προόριζε για τα «αγέννωτα», και τα «γεννωμένα», τα «μαλλιότα», τις «βελέντζες» κ.λπ. που θα ύφαινε στον αργαλειό. Κούρεψα γίδες και τράγους στην ειδικά προορισμένη για τη δουλειά αυτή «διχάλα» και είδα τη μάνα μου να μαζεύει το «τραγόμαλο» και να ξεχωρίζει από αυτό όσο ήθελε για τις «τέντες», τα «τσιόλια» και τις «κάπες». Την είδα στη συνέχεια να πλένει τα μαλλιά, να μη χύνει τον «πίνο», να τα «ξαίνει» με τα «λανάρια», να γνέθει την «τλούπα» γεμίζοντας με «γνέμα» το αδράχτι που στριφογύριζε με τη βοήθεια του «σφοντυλιού». Ακολουθούσε το μάζεμά του στη «βάντα» το βάψιμο, το «κουβάριασμα», το «ίδιασμα» του «διασιδιού» και η ύφανσή του στον αργαλειό. Το «αντί», τα «μτάρια», οι «πατήθρες», η «σαίτα» τα «καρούλια», ήταν τα κύρια όργανα του αργαλειού, που μετέτρεπαν το «στημόνι» και το «υφάδι» στο ύφασμα, που ήθελε η μάνα μου.

Φύλαξα ο ίδιος τα πρόβατα. Τα είδα να «ροβολούν» ήσυχα - ήσυχα βόσκοντας, να «σκαπετούν» σε κάποιον αυχένα και να εξαφανίζονται σαν να τα κατάπινε η γη. Τα «σαλάγησα» για να φθάσουμε γρηγορότερα στο μαντρί. Τα «στόμωσα» για να βοσκούν καλύτερα και εκεί που ήθελα εγώ. Τα είδα να «μαρκηώνται» στο «στάλο», να «λαϊάζουν» το βράδυ όταν κοιμόνταν και να ακούγεται μόνο το ομαδικό αναμάσημα της τροφής τους. Είδα μερικά πρόβατα να «φιδιάζονται» και τον τσοπάνο να τρυπάει με βελόνα το φιδιασμένο μέρος, να το πιέζει απ’ όλες τις πλευρές για να βγει το δηλητήριο μαζί με το αίμα και μερικές φορές να ρουφάει το φιδιασμένο μέρος και να φτύνει τα υγρά που έβγαιναν. Άλλα να είναι «βούρλα» και να γυρίζουν ασταμάτητα γύρω-γύρω. Παρακολούθησα εγχείριση του βούρλου, κόψιμο του κρανίου εκεί που ήταν πολύ μαλακό, αφαίρεση της «τρέλας», που ήταν μια κύστη γεμάτη άσπρα σπυριά και ράψιμο πάνω στην τρύπα του κομματιού του κόκαλου που αφαιρούσαν και ενός μάλλινου υφάσματος. Ξεχώριζα γρήγορα ποιες προβατίνες ήταν η «μπροσνέλα» του κοπαδιού και ποιες η «κοντνέλα», ποιες οι «μαρμάρες» και ποιες τα «γηροκόμια». Γνώριζα τα σημάδια τους στα αυτιά, τα «πισωκλείδικα», τα «μπροστοκλείδικα», τα «φουρκάφτκα», όσα είχαν «κόκκα» ή «ξουραφιά», τα «τρυπάφτκα» τα «κουτσιάφτκα». Μου άρεσαν πιο πολύ τα «κάλεσια» πρόβατα και τα «ορθοκέρατα» γίδια. Τα «πισωκέρατα» μου φαίνονταν πιο ήσυχα και πιο αδύναμα.

Ο πατέρας μου ήταν καλός στην ξυλογλυπτική. Σκάλιζε πολύ καλές «κλείτσες», «ρόκες», «σφοντύλια», «αδράχτια», «σαΐτες», πελεκώντας πολύ επιδέξια το «πυξάρι» ή το πουρνάρι ή τον κέδρο. Είχε όλα τα ξυλογλυπτικά του εργαλεία, «ξουράφια», «κοπίδια», «μαχαίρια», «τρυπητήρια» μαζί με τον καπνό του, μέσα στην «τραγαζίκα» για να μη σκουριάζουν. Μου έκανε εντύπωση πάντοτε το «ίσιασμα» του στραβού «κλειτσόξυλου» όταν το ζέσταινε και το «καψάλιζε» στη φωτιά και όταν το «πλάκωνε» με κάποιες «πλακανήθρες» ζεστό, όπως έλεγε, ήταν κατάλληλο για να «ισιάσει». Η τέχνη στην «κλείτσα», όπως έλεγε, ήταν να πετύχεις το άνοιγμα που άφηνε εκείνη, όταν έμπαινε στο κλειτσόξυλο, να είναι 1,5 περίπου πόντος για να «πιάνει» το πρόβατο από το πόδι, κλείνοντάς το μέσα στο άνοιγμά της.

Είδα να «φκιάνεται» το μαντρί με «λισιές» ή με «δεματσούλες». Γνώρισα και τα κλειστά μαντριά και τις «κόρδες» και τα πρόχειρα. Παρακολούθησα το «πάτωμα» και το «ξεπάτωμά» τους. Άκουσα τον πατέρα μου κατά το δέσιμο του σκελετού να ζητεί απ’ αυτόν που τον βοηθούσε να «νταϊαντήσει» για να το δέσει καλύτερα. Είδα να στρώνεται με «βούζια», που τα μεταφέρνουν στην πλάτη τους «ζαλίκι» οι γυναίκες. Φύλαξα και ο ίδιος τα άλογα της στάνης. «Πεδούκλωνα» κάποια από αυτά για να μην απομακρύνονται πολύ. Κάποτε έδενα και ορισμένα με το «αλτάρι». Τα έβαλα στον «ουβουρό» για να κοιμηθούν. Με κλώτσησε κάποιο όταν ήθελε να το «καλλιγώσει» ο πατέρας μου και εγώ του πήγα τη σακκούλα με τα «καλλιγοσφύρια» και τα «πέταλα» γιατί το πλησίασα πολύ «σμα». Δάγκωσε τον πατέρα μου ένα από τα άλογά μας όταν θέλησε να του κόψει το «λάγανο» και ένα σκυλί όταν θέλησε να το «μουνουχίσει».

Άναψα φωτιά με «πρυόβολο», «στουρνάρι» και «ίσκνα» και με λίγα «προσανάμματα». Έφκιασα «ξυγγοκέρι» μόνος μου και έβαλα φωτιά και σε βρεγμένο κέδρο, μόνο με λίγα ξερά «σπλόνια» και «σπερδούκλια».

Έφαγα «γιομίδια» με «μεσαρκά» από τα πρόβατα «ξυνόγαλο» από το «γαλατσάκι» ή από τη «βούρτσα», χτυπώντας ο ίδιος την «κορφή» που είχε με το «βουρτσόξυλο». Έφαγα «νυρστά», «καπετάνο», «στριφτόπτα», «ψαρόπτα», «λαχανόπτα», «γαλατόπτα», «ζμάρι», «κουσμάρι», γάλα «ίγκυρο», «τραχανά», «χυλό», που ήταν «χλιος» και δεν με έκαψε στο στόμα. Βρέθηκα μακριά από τη στάνη και με έκοψε «λόρδα» από την πείνα και «λίμαξα» για μια «χαψιά» ψωμοτύρι. Πέταξα αγανακτισμένος τη «φολλίνα», όταν είδα ότι δεν έχει ούτε ένα σπυρί τυρί. «Χάλεψα» ένα κομμάτι ψωμί από το «σύντροφό» μου στο κοπάδι. «Μάργωσα» όταν αναγκάσθηκα να κοιμηθώ βρεμένος και «χαύδωσα» στη φωτιά για να μπορέσω να στεγνώσω. «Χάβωσα» όταν είδα ένα ανθρώπινο «κφάρι».

Έπαιξα «τριότα», «ενηάρα», «φίτσια» με «αμάδα», «σκλαβάκια», «σέγκια», «γιαλάκα», «γρούνα».

Έζησα γενικά τη σαρακατσιάνικη νομαδική ποιμενική ζωή σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια!!!

Την έζησα στο μεταίχμιο της αστικοποίησής της, που άρχισε μετά το 1950. Την έζησα πολύ γεμάτα. Μέχρις ηλικίας 11 ετών δεν έμεινα ποτέ σε χωριό. Η ζωή μου μοιραζόταν από στάνη σε στάνη. Τα τραγικά γεγονότα της δεκαετίας 1940 - 1950 το διώξιμο της οικογένειάς μου από το ανταρτοκρατούμενο Άνω Αργυροπούλι και Βέρμιο, η αναγκαστική εγκατάστασή της στον κάμπο, με έφεραν σε επαφή με έναν άγνωστο σχεδόν κόσμο, που τον ζήλευα παρά ταύτα. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και εγώ τα αγαπούσα πολύ. Ήθελα να σπουδάσω. Παρακολούθησα σε σχολείο μόνο την έκτη Δημοτικού. Είδα σχολείο με τοίχους, με θρανία, με πίνακες, με αληθινό δάσκαλο, με μαθήματα γεωγραφίας, φυσικής πειραματικής, θρησκευτικών κ.λπ. Το περίεργο είναι ότι παρά ταύτα εκείνη τη χρονιά αρίστευσα. Πήρα 10 με τόνο. Και αυτό γιατί «ρουφούσα» στην κυριολεξία όσα άκουγα από τη δασκάλα μου, πεθερά σήμερα γνωστού πολιτικού!!! Τις πέντε πρώτες τάξεις τις έβγαλα στη στάνη, με δάσκαλο κάποιον που ήξερε «μια κλείτσα γράμματα». Λίγη ανάγνωση, γραφή, αριθμητική. Τίποτε άλλο.





Στην Καβάλα στις 28 Σεπτεμβρίου,στο καινούριο Εκθεσιακό κέντρο του νομού που βρίσκεται στη Ν.καρβάλη,πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση και των δυο βιβλίων του Σαρακατσιάνου συγγραφέα,πολιτικού και προέδρου του ΕΛΓΑ κ. Νίκου Κατσαρού.Ήταν για τον σύλλογο της Καβάλας μια πολύ καλή αρχή δημιουργίας και προβολής δραστηριοτήτων,μέσα απ'τις οποίες δραστηριότητες αναδεικνύονται τα στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.Τον πρόεδρο του ΕΛΓΑ τους επισήμους προσκεκλημένους και το κοινό καλωσόρισε η πρόεδρος του συλλόγου κ.Βάσω Κουτρουλού,και ο προεδρος της ΠΟΣΣ κ. Κώστας Λειβαδίτης.Για τα βιβλία του κ. Κατσαρού("Οι Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου¨"και "Σαρακατσιαναίοι Συρράκο και Σακαρέτσι") εκτός απ'τον ίδιο που ήταν κεντρικός ομιλητής,μίλησαν και οι διακεκριμένοι Σαρακατσιάνοι πανεπιστημιακοί καθηγητές,κ.Σκεύας Αντώνης,καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,ο κ.Δαλακούρας Θεοχάρης,επίκουρος καθηγητής Νομικής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης,καθώς επίσης και ο Νομάρχης Καβάλας κ.Θεόδωρος Καλλιοντζής,ο οποίος είχε προετοιμαστεί σχετικά με το θέμα,και προλόγισε και αυτός τα βιβλία.Ο κ.Κατσαρός στην ομιλία του που είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον,μίλησε για τα παιδικά του χρόνια,που τα έζησε στην παλιά νομαδική ζωή,για τις ρίζες των Σαρακατσιάνων,τη γλώσσα τους,για άλλα ενδιαφέροντα σχετικά με το θέμα ζητήματα,ενώ απάντησε και σε ερωτήσεις του κοινού.Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που κατέκλεισε κυριολεκτικά τον συνεδριακό χώρο του Εκθεσιακού Κέντρου.Ήταν πραγματικά μια ηθική ανταμοιβή για εμάς τους ανθρώπους του συλλόγου,αλλά και για τον ίδιο τον κ. Κατσαρό, που όπως αποδείχθηκε,η επισκεψή του στην περιοχή θεωρήθηκε ως κορυφαίο γεγονός.Ο σύλ.Σαρακατσιάνων Ν.Καβάλας ευχαριστεί θερμά τον πρόεδρο του ΕΛΓΑ κ.Νίκο Κατσαρό γι'αυτή την παρουσίαση,τους αγαπητούς καθηγητές κ.Σκεύα Αντώνη και κ.Δαλακούρα Θεοχάρη,όπως και τον Νομάρχη Καβάλας κ. Θόδωρο Καλλιοντζή.








Επίσης
ο Σύλλογος Σαρακατσαναίων Ν.Καβάλας παγματοποίησε και φέτος με μεγάλη επιτυχία τον ετήσιο χορό του στις 21-02-2009.Επίσημος καλεσμένος της βραδιάς ήταν ο Σαρακατσιάνος Αντιπρόεδρος της Βουλής κ.Γεώργος Σούρλας,ο οποίος ταυτόχρονα πριν την έναρξη του χορού πραγματοποίησε την παρουσίαση του βιβλίου του "Οι ήρωες του 1940 περιμένουν''.Το βιβλίο προλόγισε ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης κ.Κων/νος Τάτσης ο οποίος ήταν και συνδιοργανωτής της παρουσίασης.Την βραδυά τίμησαν με την παρουσία τους οι Βουλευτές Καβάλας κύριοι: Καλαϊτζής Γ,Παναγιωτόπουλος Ν, Χριστοφιλογιάννης Δ, Τιμοσίδης Μ.ο Νομάρχης Καβάλας κ.Καλλιοντζής Θ. Δήμαρχοι της περιοχής,εκπρόσωποι της Στρατιωτικής και Αστυνομικής ηγεσίας,Αντινομάρχες,πρόεδροι και εκπρόσωποι φορέων και αρχών.Επίσης ξεχωριστή ήταν η παρουσία του προέδρου του Λαογραφικού Μουσείου Σερρών κ. Τσαούση Βασίλη.Μετά το πέρας της παρουσίασης η πρόεδρος του Συλλόγου κ. Βάσω Κουτρουλού τίμησε τον κ. Σούρλα με μια τιμητική Πλακέτα, για την συνεχή και σημαντική προσφορά του στα εθνικά ζητήματα καθώς και με μία φτσέλα φτιαγμένη από τον πατέρα της προέδρου μπαρμα Κώστα Ζιώγα,έναν από τους τελευταίους παλιούς γνώστες της ξυλογλυπτικής τέχνης.Σειρά είχε το χορευτικό του Συλλόγου το οποίο αποτελείται από το μικρό τμήμα και το μεγάλοκαι εντυπωσίασε με την ομοιομορφία του και τον αριθμό των παιδιών που συμμετέχουν.



ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ.
Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στο ΠΕΡΤΟΥΛΙ ΤΡΙΚΑΛΩΝ.


Οι Σαρακατσάνοι, περήφανοι για την καταγωγή τους και πιστοί στα έθιμά τους, τηρούν το αντάμωμα κάθε χρόνο και θυμούνται τα ήθη και έθιμα της φυλής τους.
Το Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στο Περτούλι Τρικάλων αποτελεί τη μεγαλύτερη υπαίθρια πολιτιστική εκδήλωση που γίνεται στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο από το 1980 στα λιβάδια του Περτουλίου Τρικάλων η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (Π.Ο.Σ.Σ.) οργανώνει, μέχρι το 2004, την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, ενώ από το 2005, την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου το ετήσιο Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων. Μια εκδήλωση που η βαθμιαία επιτυχία της την κατέστησε πολιτιστικό γεγονός πανελλήνιας εμβέλειας.
Κάθε χρόνο χιλιάδες Σαρακατσάνοι από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό (κατ΄ελάχιστο όριο 20.000 άτομα) συγκεντρώνονται στα ειδυλλιακά Περτουλιώτικα λιβάδια και ανταμώνουν με συναισθήματα χαράς, νοσταλγίας αλλά και περηφάνιας για την πιο μεγάλη και λαμπρή γιορτή τους, που στο είδος της ανά το Πανελλήνιο, δεν υπάρχει ισάξια.
Το αντάμωμα των Σαρακατσαναίων στο Περτούλι είναι το πρώτο αντάμωμα που έγινε στην χώρα μας από τους Σαρακατσάνους. Αρχικά υπήρξε σοβαρός προβληματισμός ως προς το που έπρεπε να γίνεται το πανελλήνιο αντάμωμα. Επελέγη το Περτούλι Τρικάλων για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους. Όσο αφορά την γεωγραφική του θέση το Περτούλι βρίσκεται στο κέντρο της Ελλάδας. Έχει εύκολη πρόσβαση και πολλές δυνατότητες η τοποθεσία αυτή. Το γεγονός ότι έχει την δυνατότητα φιλοξενίας πάνω από 50.000 ανθρώπων και 10.000 αυτοκινήτων το καθιστά κατάλληλο τόπο για ένα πανελλήνιο αντάμωμα μιας γενιάς που είναι διασκορπισμένη σε όλα τα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Το ορθό αυτής της ιδέας για το αντάμωμα στα Περτουλιώτικα λιβάδια, το βλέπει κανείς και στα πρόσωπα των ίδιων των Σαρακατσάνων που μετέχουν. Είναι έκδηλη η χαρά τους. Ενθουσιώδεις οι εκδηλώσεις τους. Λεβέντικος ο χορός τους. Η επιλογή όμως της συγκεκριμένης τοποθεσίας έγινε και για ιστορικούς λόγους. Στην περιοχή αυτή από ιστορικά στοιχεία προκύπτει ότι υπήρχε η μεγαλύτερη και πυκνότερη συγκέντρωση Σαρακατσάνικων τσελιγκάτων. Αυτό το μαρτυρούν και σήμερα τα τοπωνύμια που σώζονται με τα σαρακατσάνικα ονόματά τους.
Το Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στο Περτούλι βοηθά στην διατήρηση της παράδοσης αλλά και στην σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσάνων. Κάθε χρόνο, μέλημα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων, η οποία φέρει την ευθύνη και τον συντονισμό του Ανταμώματος, είναι η δημιουργία του κατάλληλου σκηνικού, έτσι ώστε κάτω από τα έλατα, στα καταπράσινα λιβάδια να στηθούν τα κονάκια και η σαρακατσάνικη στάνη προκειμένου να αναβιώσουν τα ήθη και έθιμα της σαρακατσάνικης παράδοσης. Έτσι χιλιάδες επισκέπτες έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις αναπαραστάσεις σκηνών από τη νομαδική ζωή των Σαρακατσάνων, την αφήγηση περιστατικών από την ιστορία τους, την παρουσίαση παραδοσιακών αθλημάτων και χορών, συμπεριλαμβανομένου και του χορού των γερόντων κ.α.
Παράλληλα το Αντάμωμα είναι ένα βήμα προβολής των εθνικών θεμάτων των Σαρακατσάνων, καθώς κάθε χρόνο είναι αφιερωμένο σε ένα κομμάτι του Ελληνισμού (Βόρεια Ήπειρος, Μακεδονία, Σαρακατσάνοι Βουλγαρίας κ.α). Το περσινό Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στο Περτούλι (28o) ήταν αφιερωμένο στην κλεφτουριά, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από το μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη. Στον ήρωα αυτό ήταν αφιερωμένο το βασικό δρώμενο της ομοσπονδίας που παρουσίασαν Σαρακατσάνοι. Έτσι εντατικές είναι οι προετοιμασίες και οι προσπάθειες που καταβάλλονται κάθε χρόνο από το Δ.Σ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας, για την όσο δυνατόν αρτιότερη διοργάνωση της κεντρικής αυτής εκδήλωσης των Σαρακατσαναίων.


ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ
ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΤΟΥΛΙ 2008(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ)














Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ


Εσείς όπου τον είδατε ψηλά στα κορφοβούνια
Σταυραετοί και πέρδικες ,ξεφτέρια χελιδόνια,
Ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόι,
Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου κλάψτε
Α. Βαλαωρίτης

Είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ελεύθερου ανθρώπου, που μέσα του αστράφτει το αιώνιο πάθος για λευτεριά. Υπόδειγμα κλέφτη με μεγάλο ηθικό ανάστημα, φυσιογνωμία κυριαρχική, αναδείχτηκε σε κορυφαίο της κλεφτουριάς ολόκληρης της προεπαναστατικής Ελλάδας. Αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος από το λαό γιατί στο πρόσωπο του έβλεπε τον Απροσκύνητο και τον αδούλωτο άνθρωπο που χτυπούσε με εκδίκηση το δυνάστη.
Ο Σταυραετός των Τζουμέρκων και των Αγράφων ,ο Αντώνης Κατσαντώνης ,ο σταυραετός της κλεφτουριάς,ο πρόδρομος της λευτεριάς του γένους, που με το μαρτυρικό του θάνατο ανυψώθηκε σε φλάμπουρο εθνικής λύτρωσης αποτελεί το καύχημα όλων των Σαρακατσάνων.
Γεννήθηκε γύρω στα 1775 στο Βασταβέτσι, σημερινό Πετροβούνι των Ιωαννίνων και ήταν ο πρωτότοκος γιος του αρχιτσέλιγκα Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής. Είχε άλλα τρία αδέλφια το Γιώργο, το Κώστα, τον Μήτρο και μια αδελφή την Κατερίνα.
Ο μικρός Αντώνης μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα παλικαριάς και κάτω από τον αδιάκοπο κίνδυνο των τυράννων. Από τα πρώτα χρόνια φάνηκε πως η ζωή αυτού του παιδιού θα ήταν πολεμική και πολυτάραχη. Όσο μεγάλωνε, τόσο έλεγε ΄΄Θα φύγω, θέλω να πάω στα βουνά, θέλω να γίνω κλέφτης΄΄. Και η μάνα του τον συμβούλευε ΄΄Κάτσε Αντώνη μ’, κάτσε Αντώνη μ’΄΄. Από εκεί σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομα Κατσαντώνης.
Η κλέφτικη ζωή του Κατσαντώνη αρχίζει στα 25 του χρόνια. Σύντομα διακρίνεται στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων και γίνεται καπετάνιος των κλεφτών. μαζί με τα αδέρφια του αναστατώνει όλη την Ακαρνανία και τα ʼγραφα. Ο θάνατος των γονιών του, ως αντίποινο από τον Αλή, ο οποίος ήθελε να εξοντώσει με κάθε τρόπο τον Κατσαντώνη, τον πεισμώνει. Το μίσος του ξεχείλιζε σαν λάβα από την καρδιά του για εκδίκηση. Ο Κατσαντώνης κατορθώνει να κατατροπώσει και δεύτερο ασκέρι Τούρκων που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών.
Η φήμη του απλώνεται σε όλη την περιοχή των Τζουμέρκων, των Αγράφων και της Ακαρνανίας. Ξεσηκώνει τον κόσμο κατά των Τούρκων και τα βάζει με τους Έλληνες που συμφιλιώνονταν με τον Αλή. Συνεργάζεται με κλέφτες του Ολύμπου ενώ ο ίδιος αποζητά απελπισμένα την μάχη κατά του τυράννου. Εξολοθρεύει για μια ακόμη φορά μεγάλη τουρκική δύναμη. Τραυματίζεται όμως και μεταφέρεται στη Λευκάδα όπου και γίνεται καλά. Εκεί γνωρίζει τον Καποδίστρια και άλλους οπλαρχηγούς.
Εν τω μεταξύ ,ο Αλής απογοητευμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των Δερβεναγάδων του στέλνει τον καλύτερο του στρατηγό, τον Βεληγκέκα. Και αυτός όμως αποτυγχάνει βρίσκοντας τραγικό θάνατο από τον Κατσαντώνη. Η κυριαρχία του πια εξαπλώνεται σε όλη τη Ρούμελη και την Ήπειρο. Η κορύφωση και η αναγνώριση του ως πολέμαρχου γίνεται στη κλεφταρματωλική σύναξη της Λευκάδας τον Ιούνιο του 1807.Μεγάλα ονόματα της κλεφτουριάς όπως ο Καραϊσκάκης ,ο Κολοκοτρώνης, ο Τζαβέλας, ο Μπότσαρης καθώς και άλλοι αναγνωρίζουν τον Κατσαντώνη με επίσημη ανακήρυξη ως αρχηγό όλων των κλεφτών.
Φεύγει πάλι για τα αγαπημένα του βουνά, συνεχίζει τις μάχες κατά του δυνάστη ενώ σχεδιάζει να χτυπήσει τον Αλή μέσα στα Γιάννενα. Τα σχέδια του όμως ματαιώνονται από την ίδια του τη μοίρα. Το 1808 αρρωσταίνει από ευλογιά και αποτραβιέται σε μια σπηλιά έως ότου γίνει καλά. Οι Τούρκοι όμως, ύστερα από εντολές του Αλή, τον βρίσκουν και τον αιχμαλωτίζουν Μεταφέρεται δεμένος στα Γιάννενα όπου και βασανίζεται. Καρτερικά όμως υπομένει όλα τα βασανιστήρια και όπως σε όλη του τη ζωή παρέμεινε αλύγιστος και απροσκύνητος, ούτε και τώρα δε λύγισε μπροστά στα φριχτά μαρτύρια.
Ο Κατσαντώνης, όπως και οι άλλοι της κλεφτουριάς, έγιναν τα θεμέλια που θα κρατούσαν το καινούργιο κάστρο της εθνικής ελευθερίας. Ο ίδιος με το θρυλικό έργο του και τον μαρτυρικό θάνατο του ανυψώθηκε σε φλάμπουρα εθνικής απολύτρωσης. Στάθηκε από τους πρωτομάρτυρες της απελευθέρωσης του γένους από τη σκλαβιά, αιώνιο σύμβολο παλικαριάς , πολεμιστής ανυποχώρητος κάθε δεσποτισμού και τυραννίας.
Ο λαός δικαίωσε τους αγώνες και τη θυσία του. Ο χαμός του έγινε θρήνος και σαρακατσάνικο κλέφτικο τραγούδι. και πέρασε από γενιά σε γενιά σε εμάς τους νεότερους για να μπορούμε να φωνάζουμε πως οι αντρειωμένοι σαν τον Κατσαντώνη δεν πεθαίνουν ποτέ.

ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΜΝΗΜΗ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ" ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη. Ως ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν από τους πρωτεργάτες και πρωτομάστορες της Ελευθερίας η Αδελφότητα των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων της Αθήνας επανεξέδωσε δυο από τις παλαιότερες βιογραφίες του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Μνήμη Κατσαντώνη». Δύο αξιολογότατες εργασίες, σπάνιες και δυσεύρετες. Ο «Βίος του Κατζαντώνη», του Επαμεινώνδα Φραγγίστα, η οποία είναι η πρώτη βιογραφία του Κατσαντώνη και εξακολουθεί να παραμένει από τις πληρέστερες, εκδόθηκε το 1862 στην Αθήνα και ο συγγραφέας της στηρίχθηκε στις αφηγήσεις του πατέρα του που ήταν από τα πρωτοπαλίκαρα του Κατσαντώνη. Η δεύτερη, του Eugene Yemeniz, αμετάφραστη μέχρι σήμερα, δύσκολα τη συναντάς στην ελληνική βιβλιογραφία. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1869 με βάση ένα ταξίδι που ο ίδιος έκανε το 1852 στα ’γραφα από το Μεσολόγγι. Η εργασία του Eugene Yemeniz θα μπορούσε να θεωρηθεί από τις πιο αυθεντικές βιογραφίες του Κατσαντώνη, καθώς ο ίδιος συγκέντρωσε πληροφορίες από τους αγωνιστές του ασκεριού του ήρωα και ιδιαίτερα από τον Καραγιαννάκη από τον οποίο φιλοξενήθηκε παραμένοντας για πολλές μέρες στα Αγραφιώτικα βουνά. Η βιογραφία του Κατσαντώνη είναι τμήμα του βιβλίου του Eugene Yemeniz «Scenes et recits des Guerneres de L' Independence, Grece moderne» το οποίο περιέχει επίσης τις βιογραφίες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Αλέξανδρου και Δημήτριου Υψηλάντη, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και αναφέρεται επιπλέον στην αγροτική περιοχή της Ελλάδας καθώς και στη Μάνη και τους Μανιάτες. Παρά την ύπαρξη αρκετών μελετών για τη ζωή και τη δράση του Κατσαντώνη, οι βιογραφίες αυτές παραμένουν από τις σημαντικότερες γιατί συντάχθηκαν με βάση αξιόπιστες πληροφορίες συναγωνιστών του Κατσαντώνη και ύστερα από επιτόπια έρευνα χρονικά πολύ κοντά στον ήρωα. Σημειώνουμε ότι το έργο του Επ. Φραγγίστα είχε εκδοθεί και το 1963 με επιμέλεια και σχόλια του Πάνου Ι. Βασιλείου, εκατό χρόνια μετά την αρχική του έκδοση, αλλά σε γλώσσα δημοτική με σκοπό σύμφωνα με την άποψή του «να το ελαφρύνει από το βάρος της καθαρεύουσας». Εμείς επιλέξαμε να επανεκδώσουμε αυτούσιο το αρχικό κείμενο παρότι υπήρχε κίνδυνος η χαριτωμένη καθαρεύουσα του συγγραφέα με τις συχνές λυρικές εξάρσεις της να μη γίνει κατανοητή στο ευρύ κοινό. Προτιμήσαμε να μη θίξουμε το κείμενο του Επ. Φραγγίστα διατηρώντας ακόμα και τις όποιες ανορθογραφίες. Το πλαισιώσαμε μόνο με κάποιες σημειώσεις, λεξικολογικές κυρίως και ερμηνευτικές. Στην εργασία του Eugene Yemeniz υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία ήταν δικής του καταγραφής, και τα οποία δεν ήταν εύκολο να βρεθούν ούτε στις παλαιότερες συλλογές. Σε όσα από αυτά παραπέμπει ο ίδιος σε γνωστές παλιές συλλογές έγινε καταγραφή από τις οικείες συλλογές. Για όσα όμως είναι δική του καταγραφή και είναι δύσκολο να μεταφρασθούν τηρώντας το μέτρο, χρησιμοποιήθηκαν οι πιο κοντινές παραλλαγές ως προς το περιεχόμενο που βρέθηκαν σε συλλογές δημοτικών τραγουδιών. Από τη θέση αυτή ευχαριστούμε θερμά την κ. Λένα Τσουμάνη-Γιαννάκη, Πτυχιούχο της Γαλλικής Φιλολογίας, η οποία αφιλοκερδώς μετέφρασε για την Αδελφότητά μας το έργο του Eugene Yemeniz. Ευχαριστούμε επίσης τον ζωγράφο Βαγγέλη Κουμπή, Αντιστράτηγο ε.α. ο οποίος φιλοτέχνησε την μακέτα του εξωφύλλου. Τέλος ευχαριστούμε θερμά τον Διονύση Μαυρόγιαννη, Καθηγητή Κοινωνιολογίας πρ. πρύτανη Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης για την οικονομική του συνεισφορά προκειμένου να πραγματοποιηθεί η έκδοση. Πιστεύοντας ότι η επανέκδοση των δύο εργασιών σε ένα τόμο αποτελεί ουσιαστική συνεισφορά στην ιστοριογραφία που αφορά τον Κατσαντώνη τις παραδίδουμε στο κοινό ζητώντας την επιείκειά του για ενδεχόμενα λάθη ή παραλήψεις. Το βιβλίο «Μνήμη Κατσαντώνη» θα διατεθεί δωρεάν την ημέρα οργάνωσης της εκδήλωσης προς τιμή του Κατσαντώνη στα Γιάννινα (13/9)
Για όποιον θέλει να αποστείλουμε το βιβλίο ( Τιμή 10 Ευρώ) το τηλέφωνο της Αδελφότητας είναι 210 5240777.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας


ΕΠΙΣΗΣ
Κυριακή, 15 Μάρτιος 2009

Παρουσιάστηκε στην Αθήνα το βιβλίο του Ευριπίδη Μακρή "Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας"
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ Ατόφια επί δύο αιώνες διατηρούν παράδοση και ελληνική γλώσσα!
Μπορεί οι πρόγονοί τους να έφυγαν πριν από 200 χρόνια από την πατρώα ελληνική γη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, από τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων οι σημερινοί όμως απόγονοί τους δεν έπαψαν στιγμή να διατηρούν ατόφια τη Σαρακατσάνικη παράδοση και αναλλοίωτη την Ελληνική γλώσσα. Μας το διαβεβαιώνει μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου βιβλίου του για τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας ο Γιαννιώτης εκπαιδευτικός, ερευνητής, ιστορικός, λαογράφος και πολυγραφότατος συγγραφέας Ευριπίδης Π. Μακρής.Η παρουσίαση του σπουδαίου πονήματος πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα στην αίθουσα εκδηλώσεων της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, η οποία φιλοξένησε την εκδήλωση.Μια εκδήλωση - φόρος τιμής και αναφοράς στους απανταχού Σαρακατσάνους και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που ζουν και δημιουργούν σήμερα στη γείτονα χώρα. Το έργο τιμά και το συγγραφέα, στις φλέβες του οποίου κυλάει γνήσιο Σαρακατσάνικο αίμα και ο οποίος μέχρι τα 22 του χρόνια έζησε σε στάνες νομάδων που υπήρξαν και οι γονείς του.Μετά από κοπιαστική δουλειά, πολλά ταξίδια, συγκέντρωση διάσπαρτων στοιχείων, μαρτυριών, εγγράφων, συνεντεύξεων και συμμετοχή σε ημερίδες, συνέδρια και ομιλίες ο συγγραφέας παρέδωσε στους Σαρακατσάνους, τους Έλληνες και την Ιστορία ένα πόνημα επιστημονικά τεκμηριωμένο και αντικειμενικά δοσμένο για τον ξεριζωμό, την αποκοπή και τους λόγους που οδήγησαν μεγάλη μερίδα των Σαρακατσάνων στην οροσειρά και την κοιλάδα του Αίμου προς την πλευρά της Βουλγαρίας.Αδιάψευστα και αναμφισβήτητα επίσημα έγγραφα καταγράφουν και μαρτυρούν το διάβα των συμπατριωτών μας στην όμορη χώρα την εποχή κατά την οποία βρισκόταν και η ίδια υπό οθωμανική κατοχή, τη συγκρότηση αμιγών χωριών από τους ίδιους, την προέλευσή τους, τις οικογενειακές ρίζες στην πατρώα Ελληνική γη, το ρίζωμά τους μακριά από τις πατρογονικές εστίες, την προσφορά τους στην ντόπια οικονομία και κοινωνία και τη χαριστική βολή που δέχτηκαν από το Βουλγαρικό κράτος το 1958, όταν κρατικοποιήθηκαν τα κοπάδια τους, γεγονός που στάθηκε αφορμή να καταργηθούν συνήθειες νομαδικής ζωής εκατοντάδων χρόνων.Παρ’ όλα αυτά όμως, εξακολουθούν να διατηρούν αρκετά από τα παλιά τους έθιμα, αλλά πρωτίστως άριστες σχέσεις με τους αδελφούς Σαρακατσάνους της κοιτίδας τους στην Ελλάδα. Μιας σημαντικής και δυναμικής μερίδας του λαού μας που τόσα έχουν προσφέρει και προσφέρουν στον τόπο μας.Στην επιτυχημένη από πλευράς συμμετοχής και παρουσίασης του βιβλίου εκδήλωση χαιρέτισαν εκ μέρους των συνδιοργανωτών ο Έφορος Τύπου της Πανηπειρωτικής κ. Κ. Κωνής, ο πρόεδρος της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου κ. Δ. Λ. Τάγκας και ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Συλλόγου Σαρακατσαναίων Αθηνών-Πειραιώς κ. Γ. Τιμπαλέξης.Επίσης ο βουλευτής Β’ Αθηνών και Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας κ. Λ. Ζαγορίτης, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην ίδια εκλογική περιφέρεια, πρώην υπουργός Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου και ο πρωη αντιπρόεδρος της Βουλής, πρόεδρος του ΕΛΓΑ κ. Ν. Κατσαρός.Για το περιεχόμενο του βιβλίου, τη σπουδαιότητα, τη χρησιμότητα και το έργο του συγγραφέα μίλησαν ο καθηγητής Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης και ο καθηγητής Φιλολογίας κ. Θεόδωρος Γόγολος. Τέλος τη μαρτυρία του και τις ευχαριστίες προς όλους όσοι τον βοήθησαν στην περάτωση του έργου του, καθώς και προς τους οικοδεσπότες και τους παρευρισκόμενους κατέθεσε ο συγγραφέας.Την παρουσίαση συντόνιζε η δημοσιογράφος κ. Ελένη Ζήγου. Πηγή : ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ Η παρουσίαση έγινε Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009 και συνδιοργανώθηκε από την Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Ελλάδος τον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Ηπειρωτών Αθήνας και τον Πανελλαδικό Συλλογο Σαρακατσαναίων Αττικής και Πειραιώς.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου